- ψευτοπατριώτης
- ο, θηλ. ψευτοπατριώτισσα, Νάτομο που επιδεικνύει υπερβολική φιλοπατρία, που προσποιείται πως αγαπάει πολύ την πατρίδα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεύτης + πατριώτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευτοπατριώτης — ο ο μη αγνός και πραγματικός πατριώτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψευδοπατριώτης — ο, Ν ψευτοπατριώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πατριώτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek